διαμαρτύρηση — η αποκλειστικά στη φράση: «Διαμαρτύρηση συναλλαγματικής», καταγγελία μέσω επίσημου εγγράφου για μη αποδοχή ή μη εμπρόθεσμη πληρωμή γραμματίου ή συναλλαγματικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαρτυρώ — (Α διαμαρτυρῶ, έω) [μαρτυρώ] 1. συντάσσω και κοινοποιώ το διαμαρτυρικό 2. ενεργώ διαμαρτύρηση, προβαίνω σε διαμαρτύρηση αρχ. καταφεύγω σε διαμαρτυρία … Dictionary of Greek
προτέστο — το, Ν διαμαρτύρηση γραμματίου, σύνταξη διαμαρτυρικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. protesto «διαμαρτύρηση συναλλαγματικής, γραμματίου κ.λπ.» (< λατ. protestor «μαρτυρώ, διακηρύσσω»)] … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
διαμαρτυρούμαι — διαμαρτυρούμαι, διαμαρτυρήθηκα, διαμαρτυρημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: διαμαρτυρούμαι : (για γραμμάτιο) κτλ. → υφίσταμαι διαμαρτύρηση. Επομένως δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το διαμαρτύρομαι → εκφράζω διαμαρτυρία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδιαμαρτύρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διαμαρτύρεται, που υπομένει αγόγγυστα: Υπόμενε αδιαμαρτύρητα τους θυμούς και τις φωνές του. 2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε διαμαρτύρηση: Τα γραμμάτια έληξαν, αλλά έμειναν αδιαμαρτύρητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμαρτυρικό — το έγγραφο που συντάσσεται από συμβολαιογράφο για τη διαμαρτύρηση συναλλαγματικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτεσταντισμός — ο το δόγμα των προτεσταντών, αλλ. διαμαρτύρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)